αξία

αξία
Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως έχει ουσιαστική σημασία για την κατανόηση του μηχανισμού που προσδιορίζει στην αγορά την τιμή των αγαθών και των υπηρεσιών. Μερικοί μελετητές (Νταβαντσάτι, Κοντιγιάκ, Σε) εξηγούσαν την α. επικαλούμενοι το γεγονός ότι τα αγαθά ενέχουν μια ωφελιμότητα, τόσο επειδή ικανοποιούν άμεσα τις ανθρώπινες ανάγκες (α. χρήσης) όσο και επειδή με αυτά μπορούν να αποκτηθούν άλλα αγαθά (ανταλλακτική α.)· αντίθετα, άλλοι συγγραφείς (Λοκ, Ρικάρντο, Μαρξ) προσδιόρισαν ως πηγή της α. τη θυσία που, με μορφή εργασίας ή γενικότερα κόστους παραγωγής, πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να τα αποκτήσει. Παρότι οι θεωρίες αυτές περιέχουν μέρος της αλήθειας, εμφανίζονται εντελώς ανεπαρκείς, επειδή περιορίζονται να ερευνούν μόνο μια ιδιαίτερη όψη του φαινομένου και συχνά συγχέουν την αιτία με το αποτέλεσμα. Ήδη, ο Άνταμ Σμιθ είχε επισημάνει ότι αν η α. εξαρτάται από την ωφελιμότητα, δεν θα ήταν κατανοητό για ποιον λόγο το νερό, τόσο αναγκαίο στη ζωή του ανθρώπου, έχει α. σχεδόν μηδαμινή, ενώ εκτιμώνται εξαιρετικά τα διαμάντια, που είναι εντελώς περιττά από την ίδια άποψη. Το ίδιο ισχύει και για τη θεωρία που συνδέει την α. με το κόστος παραγωγής, η οποία δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη διαφορετική α. που συχνά αποδίδεται σε δύο αγαθά, στα οποία έχει δαπανηθεί περίπου η ίδια ποσότητα εργασίας, π.χ. δύο πίνακες ζωγραφικής, που τον έναν έχει ζωγραφίσει ένας φημισμένος ζωγράφος και τον άλλο ένας ταπεινός ερασιτέχνης. Αργότερα, η Οριακή σχολή επιχείρησε μια σύνθεση μεταξύ των διαφόρων θεωριών της α., με τις εργασίες των Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς, Καρλ Μένγκερ και Λεόν Βαλρά, οι οποίοι, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, κατέληξαν σχεδόν ταυτόχρονα στη διευκρίνιση της έννοιας της οριακής ωφελιμότητας. H σημασία που ένα άτομο αποδίδει σε ένα αγαθό εξαρτάται από τη διαθέσιμη ποσότητα του ίδιου του αγαθού, με την έννοια ότι η α. του μειώνεται όσο αυξάνεται η ποσότητα αυτή: όσο πιο άφθονο είναι ένα αγαθό, τόσο πιο μικρή είναι η α. του. H α. δεν είναι εγγενής ιδιότητα της ύλης, όπως το βάρος, ο όγκος ή το χρώμα, αλλά απλώς το αποτέλεσμα μιας υποκειμενικής και συμπτωματικής εκτίμησης του ατόμου· ο άνθρωπος δεν αποδίδει α. στο νερό, επειδή σε κανονικές συνθήκες είναι τόσο άφθονο ώστε δεν έχει οριακή ωφελιμότητα, ενώ θεωρεί εξαιρετικά πολύτιμα τα διαμάντια, επειδή δεν είναι διαθέσιμα στη φύση παρά μόνο σε πολύ περιορισμένες ποσότητες. Θα έφτανε όμως το ίδιο άτομο να βρεθεί διψασμένο στην καρδιά της ερήμου για να ανατραπεί αμέσως η κλίμακα της εκτίμησής του. H οριακή θεωρία, με βάση τον διπλό χαρακτήρα ωφελιμότητας-σπανιότητας, επιτρέπει να αποκατασταθεί ένας συνδυασμός μεταξύ α. χρήσης και ανταλλακτικής α. Τα αγαθά ανταλλάσσονται επειδή εμφανίζουν διαφορετική οριακή ωφελιμότητα για τα άτομα που τα κατέχουν ή τα επιθυμούν. Έτσι αν π.χ. πάρουμε δύο άτομα, τον Α που διαθέτει πολλά βαρέλια κρασί αλλά δεν έχει σιτάρι και τον Β που αντίθετα έχει πολλά σακιά σιτάρι και δεν έχει κρασί, θα δούμε ότι o Α αποδίδει στο κρασί μια οριακή ωφελιμότητα κατώτερη από αυτήν που του αποδίδει ο B, ενώ για το σιτάρι συμβαίνει το αντίθετο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα δύο άτομα έχουν συμφέρον να ανταλλάξουν κρασί με σιτάρι, έως το σημείο που για τον καθένα τους η οριακή ωφελιμότητα του κρασιού και του σιταριού θα είναι η ίδια. Σε αυτό το σημείο σταθεροποιείται μια ανταλλακτική α. του κρασιού που εκφράζεται σε σιτάρι (ή αντίστροφα) και δείχνει πόσες μονάδες από το ένα εμπόρευμα πρέπει να δοθούν για την απόκτηση μιας μονάδας του άλλου. Σε μια εξελιγμένη οικονομία η ανταλλακτική α. ενός εμπορεύματος δεν υπολογίζεται όμως σε μονάδες όλων των άλλων, αλλά αναφορικά με ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα, το χρήμα, που παίζει τον ρόλο μέσης μέτρησης της α. Όταν η α. εκφράζεται σε μονάδες χρηματικές, ονομάζεται ακριβέστερα τιμή. Επειδή τα αγαθά έχουν α., αξίζει τον κόπο να καταβληθεί προσπάθεια παραγωγής τους. H σχολή της οριακής χρησιμότητας αντιστρέφει ωστόσο τον συλλογισμό εκείνων που έβλεπαν ως πηγή της α. το κόστος παραγωγής και μετατρέπει το αίτιο σε αποτέλεσμα. Οπωσδήποτε, από τη στιγμή που κανείς δεν έχει σκοπό να παράγει ένα αγαθό, αν αυτό συνεπάγεται μια θυσία μεγαλύτερη από την αγοραστική τιμή του ίδιου του αγαθού, με τον καιρό η α. και το κόστος παραγωγής καταλήγουν να εξισωθούν. Αργότερα, τη θεωρία της α. διευκρίνισαν και εμβάθυναν ακόμα περισσότερο άλλοι οικονομολόγοι, όπως o Άλφρεντ Μάρσαλ και o Βιλφρέντο Παρέτο, οι οποίοι μετατόπισαν όλο και πιο πολύ τον τόνο στην υποκειμενική άποψη του φαινομένου. Αν όμως το πρόβλημα τεθεί με αυτό τον τρόπο, θα πρέπει να τεθεί και το ερώτημα αν η έρευνα για τη φύση και την πηγή της α. θα εξακολουθήσει να είναι έργο της οικονομικής επιστήμης ή αν θα πρέπει γα τεθεί μάλλον στο πεδίο έρευνας της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Πολλοί νεότεροι συγγραφείς υποστηρίζουν πραγματικά ότι στην αγορά η τιμή διαμορφώνεται με τη συνδυασμένη δράση των ατομικών προσφορών και ζητήσεων και ότι η οικονομική επιστήμη οφείλει να δεχτεί αυτές τις συνθήκες ως πραγματικά δεδομένα. Αν προχωρήσουμε στην έρευνα για ψυχολογικά κίνητρα που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων, στον προσδιορισμό δηλαδή των αιτιών που κάνουν όποιον έχει κρασί να ζήτα σιτάρι και όποιον έχει σιτάρι να ζητά κρασί, παρεκκλίνουμε από το έργο της οικονομικής επιστήμης και γι’ αυτό θα πρέπει η συγκεκριμένη έρευνα να γίνει στα πλαίσια άλλης επιστήμης. Η υψηλή αξία των διαμαντιών δεν οφείλεται στο γεγονός ότι καλύπτουν μια πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά στο ότι είναι σπάνια, όπως υποστήριξε ο οικονομολόγος Άνταμ Σμιθ. Η αξία του νερού στο οικονομικό πεδίο (αναλογικά μηδαμινή) παρείχε ένα ισχυρό επιχείρημα στις θέσεις της «οριακής» οικονομικής σχολής.
* * *
η (ΑΜ ἀξία)
1. τιμή, κόστος
2. αντίτιμο, χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάτι διατιθέμενο σε αγοραπωλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο των ιδιοτήτων που συνιστούν τη σπουδαιότητα ή χρησιμότητα ενός προσώπου ή πράγματος
2. ο βαθμός της ηθικής ή πνευματικής υπεροχής προσώπου
3. αναγνωρισμένη ικανότητα, επιτηδειότητα, προσόντα
4. ποιοτικό επίπεδο, βαθμίδα
5. φρ. α) «αντικείμενο αξίας» — πολύτιμο, ακριβό αντικείμενο
β) «άνθρωπος αξίας» — αξιόλογος, σημαντικός, σπουδαίος
γ) «ηθικές αξίες» — γενικά παραδεκτές αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των ατόμων
δ) (Γραμμ.) «γενική της αξίας» — η γενική που δηλώνει πόσο αξίζει, πόσο τιμάται κάτι
αρχ.
1. βαθμός, διαβάθμιση, αξιολόγηση
2. φόρος
3. (για πρόσωπα) α) υπόληψη
β) αξίωμα
γ) ό,τι αξίζει κάποιος ανάλογα με τις πράξεις του
4. φρ. α) «κατ' ἀξίαν» — όπως αρμόζει ή αξίζει σε κάποιον
β) «ὑπὲρ τὴν ἀξίαν» — περισσότερο από όσο αξίζει σε κάποιον
5. μεγαλοπρέπεια, απόδοση τιμών
6. πρόστιμο
7. γνώμη, εκτίμηση πράξεων από ηθική άποψη
8. φρ. «ἡ κατ' αξίαν ἰσότης» — αναλογική ισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αξί-ια < άξιος.
ΣΥΝΘ. απαξία
νεοελλ.
υπεραξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀξία — ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱ , ἀξιάω Hoffmann Inscr.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίᾳ — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξίαι , ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξία — η 1. το τίμημα, η τιμή κάποιου πράγματος: Το σπίτι αυτό σήμερα έχει μεγάλη αξία. 2. το σύνολο των ιδιοτήτων που κάνουν ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα σπουδαίο, σημαντικό: Η βιομηχανία έχει μεγάλη αξία για μια χώρα. 3. «κινητές αξίες» ή μόνο «αξίες», οι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄξια — ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀξίας — ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem acc pl ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱς , ἀξία worth fem acc pl ἀξίᾱς , ἀξία worth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίαν — ἀξίᾱν , ἄξιος counterbalancing fem acc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱν , ἀξία worth fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίαι — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιῶν — ἀξία worth fem gen pl ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc voc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀξιόω think pres part act masc voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξι' — ἄξια , ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl ἄξιε , ἄξιος counterbalancing masc voc sg ἄξιαι , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc pl ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”